- ενάνθρακος
- ος , ον углеродистый;
ενάνθρακος σίδηρος — чугун;
ενάνθρακος
χάλυψ — углеродистая сталь
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ενάνθρακος σίδηρος — чугун;
ενάνθρακος
χάλυψ — углеродистая стальΝέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ενάνθρακος — η, ο αυτός που περιέχει άνθρακα, ο ανθρακούχος («ενάνθρακος σίδηρος») … Dictionary of Greek